Dictionary of Greek. 2013.
αναπώλημα — ἀναπώλημα και δωρ. τ. ἀμπώλημα, τὸ (Α) [ἀναπωλῶ] 1. το αναπωλούμενο 2. αποζημίωση … Dictionary of Greek
αναπώληση — η η εκ νέου πώληση, ξαναπούλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπωλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ιόνιο Κώδικα] … Dictionary of Greek